φεσοφόρος

φεσοφόρος
ος , ον носящий феску

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φεσοφόρος" в других словарях:

  • φεσοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει φέσι. 2. το αρσ. ως ουσ., φεσοφόρος άτομο που φοράει φέσι, φεσωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεσοφόρος — α, ο, Ν αυτός που φορεί φέσι, ο φεσάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη] …   Dictionary of Greek

  • φεσάς — ο, θηλ. φεσού, Ν 1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος 2. φεσοποιός 3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • φεσωμένος — η, ο, Ν 1. φεσάς, φεσοφόρος 2. μτφ. χρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ ωμένος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»